- χασίς
- Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα τους, το ρετσίνι του και διάφορα σύνθετα μείγματα από κάποιο από τα παραπάνω είδη με άλλες δραστικές ουσίες. Στην παρασκευή του χ. ως ναρκωτικού χρησιμοποιείται η ξερή πόα του φυτού την οποία κοπανούν με ξύλινα σφυριά εωσότου αποσπαστούν ολοκληρωτικά οι εκκριτικές τρίχες του. Η σκόνη που συλλέγεται κοσκινίζεται και στη συνέχεια τοποθετείται σε μικρούς σάκους που έπειτα συμπιέζονται, με αποτέλεσμα το περιεχόμενό τους να μετατρέπεται σε λεπτές πλάκες. Από τις πλάκες αυτές οι καπνιστές του χ. (χασισοπότες) βάζουν ένα τεμάχιο στο τσιγάρο τους ή το καπνίζουν με ειδική πίπα. Η χρήση του χ. ως ναρκωτικού έχει ολέθριες συνέπειες στον οργανισμό των χασισοποτών γι’ αυτό η παρασκευή του απαγορεύεται.
Φυτεία χασίς στο Λίβανο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και χασίσι, το, Νάκλ.1. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού τής ινδικής κάνναβης2. ιατρ. περιληπτική ονομασία διαφόρων ναρκωτικών παρασκευασμάτων, που λαμβάνονται από το παραπάνω φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haşiş. Η λ., στον λόγιο τ. χασίσιον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.